- αρειθύσανος
- ἀρειθύσανος, ο (Α)ο θύσανος του Αρη (λέξη που αναφέρεται σε γενναίο και δοκιμασμένο πολεμιστή).[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + θύσανος (πρβλ. αρείφατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀρειθύσανοι — Ἀρειθύσανος tassel of Ares masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)